- Αἰθυίῃ
- Αἴθυιαshearwaterfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰθυίῃ — αἴθυια shearwater fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτή — (I) ἡ, Α (ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού πέτομαι* «πετώ» + κατάλ. η]. (II) ἡ, Α μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο… … Dictionary of Greek